Greek Meaning of dignifying

αξιοπρεπές

Other Greek words related to αξιοπρεπές

Definitions and Meaning of dignifying in English

Wordnet

dignifying (s)

investing with dignity or honor

Webster

dignifying (p. pr. & vb. n.)

of Dignify

FAQs About the word dignifying

αξιοπρεπές

investing with dignity or honorof Dignify

ανυψωτικός,προώθηση,υπερβολικός,αγιοποίηση,θεοποίηση,ένδοξος,εγκιβωτίζοντας,ενθρόνιση,υψώνω,δοξασμός

εξευτελιστικός,ταπεινωτικός,ταπεινωτικό,Ελαχιστοποίηση,ταπεινωτικός,Μειωτικός,καταγγέλλοντας,εξευτελιστικός,απόσβεση,αποσπαστικός

dignify => ανεβάζω στην τάξη, dignified => αξιοπρεπής, dignification => αξιοπρέπεια, digne => αξιοπρεπής, dignation => αξιοπρέπεια,