Greek Meaning of magnifying
μεγεθυντικός
Other Greek words related to μεγεθυντικός
- ενισχυτικό
- υπερβάλλοντας
- ενίσχυση
- Χρωματισμός
- (επεξεργάζομαι (για))
- στολισμός
- κέντημα
- επεκτεινόμενος
- υπερβολή
- γέμιση
- σκωπτικό
- stretching
- σατιρίζοντας
- τονίζοντας
- διεύρυνση (στο ή πάνω)
- σάρκωση
- τροποποίηση
- να φτιάχνομαι
- Εμπλοκή
- υπερβολή
- Υπερανάληψη
- υπερτονίζοντας
- υπερβολή
- υπερβολή
- προσποιούνται
- τονίζω
Nearest Words of magnifying
Definitions and Meaning of magnifying in English
magnifying (p. pr. & vb. n.)
of Magnify
FAQs About the word magnifying
μεγεθυντικός
of Magnify
ενισχυτικό,υπερβάλλοντας,ενίσχυση,Χρωματισμός,(επεξεργάζομαι (για)),στολισμός,κέντημα,επεκτεινόμενος,υπερβολή,γέμιση
Μειωτικός,Ελαχιστοποίηση,υποτίμηση,υποτιμώ
magnify => μεγενθύνω, magnifier => Μεγεθυντικός φακός, magnified => Μεγεθυσμένη, magnificoes => Μεγιστάνες, magnifico => υπέροχος,