Greek Meaning of exaggerating
υπερβάλλοντας
Other Greek words related to υπερβάλλοντας
- Χρωματισμός
- στολισμός
- κέντημα
- ενισχυτικό
- επεκτεινόμενος
- υπερβολή
- γέμιση
- σκωπτικό
- stretching
- ενίσχυση
- (επεξεργάζομαι (για))
- τονίζοντας
- διεύρυνση (στο ή πάνω)
- μεγεθυντικός
- υπερβολή
- υπερτονίζοντας
- υπερβολή
- τονίζω
- σατιρίζοντας
- ντύσιμο
- σάρκωση
- τροποποίηση
- να φτιάχνομαι
- Εμπλοκή
- Υπερανάληψη
- υπερβολή
- προσποιούνται
Nearest Words of exaggerating
Definitions and Meaning of exaggerating in English
exaggerating (p. pr. & vb. n.)
of Exaggerate
exaggerating (a.)
That exaggerates; enlarging beyond bounds.
FAQs About the word exaggerating
υπερβάλλοντας
of Exaggerate, That exaggerates; enlarging beyond bounds.
Χρωματισμός,στολισμός,κέντημα,ενισχυτικό,επεκτεινόμενος,υπερβολή,γέμιση,σκωπτικό,stretching,ενίσχυση
Μειωτικός,Ελαχιστοποίηση,υποτίμηση,υποτιμώ
exaggeratedly => υπερβολικά, exaggerated => υπερβολικός, exaggerate => υπερβάλλω, exaeretodon => exaeretòdon, exaeresis => εκτομή,