Greek Meaning of elevating

ανυψωτικός

Other Greek words related to ανυψωτικός

Definitions and Meaning of elevating in English

Webster

elevating (p. pr. & vb. n.)

of Elevate

FAQs About the word elevating

ανυψωτικός

of Elevate

επηρεάζοντας,εποικοδομητικός,ικανοποιητικό,εμπνευσμένος,μετακινούμενο,bermanfaat,Ανάδευση,συγκινητικός,ανυψωτικός,ελπιδοφόρος

απογοητευτικός,καταθλιπτικός,απογοητευτικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,Κατηφής,κρύος,δυσάρεστος,ανησυχητικός

elevatedness => υψηλότητα, elevated railway => Υ elevado, elevated railroad => Υπερυψωμένος σιδηρόδρομος, elevated => Υψηλός, elevate => ανυψώνω,