Greek Meaning of stimulating

διεγερτικό

Other Greek words related to διεγερτικό

Definitions and Meaning of stimulating in English

Wordnet

stimulating (a)

rousing or quickening activity or the senses

Wordnet

stimulating (s)

that stimulates

making lively and cheerful

FAQs About the word stimulating

διεγερτικό

rousing or quickening activity or the senses, that stimulates, making lively and cheerful

συναρπαστικός,συναρπαστικός,εμπνευσμένος,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,συναρπαστικός,απορροφητικός,Ηλεκτρικός,ηλεκτριστικό,exhilarating

βαρετό,βαρετό,κουραστικό,κουραστικός,Ανιαρός,Θλιβερός,βαρετός,μονότονος,ανιαρό,ναρκωτικός

stimulated => διεγερμένος, stimulate => διεγείρω, stimulant drug => διεγερτικό, stimulant => διεγερτικό, stimie => αδιέξοδο,