Greek Meaning of high-voltage

υψηλής τάσης

Other Greek words related to υψηλής τάσης

Definitions and Meaning of high-voltage in English

Wordnet

high-voltage (s)

operating on or powered by a high voltage

vigorously energetic or forceful

FAQs About the word high-voltage

υψηλής τάσης

operating on or powered by a high voltage, vigorously energetic or forceful

δυναμικός ,Ηλεκτρικός,μαγευτικός,Ενεργητικός,συναρπαστικός,κινητικός,ζωηρός,μαγευτικός,απορροφητικός,ηλεκτριστικό

βαρετό,βαρετό,κουραστικό,κουραστικός,Ανιαρός,Θλιβερός,βαρετός,ναρκωτικός,μονότονος,ανιαρό

high-vitamin diet => Διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε βιταμίνες, high-velocity => υψηλής ταχύτητας, high-up => υψηλόβαθμος, highty-tighty => αλαζόνας, high-topped => Υψηλά,