Greek Meaning of kinetic
κινητικός
Other Greek words related to κινητικός
- ενεργός
- κινούμενη εικόνα
- κινούμενη
- ζωηρός
- Ενεργητικός
- ζωηρός
- Ευέλικτος
- αέρινος
- ξύπνιος
- ανάκαμψη
- χαρούμενος
- ενθουσιώδης
- ζωηρός
- ομοφυλόφιλος
- ζωηρός
- τζαζ
- Ανδρείος
- ζωηρός
- pithani
- θρασύς
- παιχνιδιάρικο
- πικάντικο
- Ζωηρό
- Ξύλο
- ζωηρός
- Ζωηρός
- ελαστικός
- Ζωτικός
- Ζωντανός
- ζωηρός
- σπινθηροβόλος
- ανυπόμονος
- συναγερμός
- θορυβώδης
- φωτεινό
- ανθρακούχος
- πλευστό
- χαρούμενος
- κεφάτος
- κελαηδιστός
- καλοντυμένος
- αριστοκρατικός
- πρόθυμος
- ενθουσιώδης
- αφρώδης
- ενθουσιώδης
- παιχνιδιάρικο
- με καλή διάθεση
- νευρικός
- σκανταλιάρης
- απότομος
- αγχωμένος
- εύστροφος
- εν κινήσει
- Με ανοιχτά μάτια
- Λαμπερό
- φανταχτερός
- ζωηρός
- πάνω
- αισιόδοξο
- ξύπνιος
- παιχνιδιάρικο
- εντυπωσιακό
- ピザ·ペパロニ
Nearest Words of kinetic
- kinetic energy => Κινητική ενέργεια
- kinetic theory => κινητική θεωρία
- kinetic theory of gases => Κινητική θεωρία των αερίων
- kinetic theory of heat => Η κινητική θεωρία της θερμότητας
- kinetics => κινητική
- kinetochore => κεντρομεριδίο
- kinetogenesis => κίνηση γένεση
- kinetograph => Κινητογράφος
- kinetophone => Κινητοφώνη
- kinetoscope => Κινητοσκόπιο
Definitions and Meaning of kinetic in English
kinetic (a)
relating to the motion of material bodies and the forces associated therewith
kinetic (s)
characterized by motion
supplying motive force
kinetic (q.)
Moving or causing motion; motory; active, as opposed to latent.
FAQs About the word kinetic
κινητικός
relating to the motion of material bodies and the forces associated therewith, characterized by motion, supplying motive forceMoving or causing motion; motory;
ενεργός,κινούμενη εικόνα,κινούμενη,ζωηρός,Ενεργητικός,ζωηρός,Ευέλικτος,αέρινος,ξύπνιος,ανάκαμψη
νεκρός,αδρανής,Αβίο,οκνηρός,αδρανής,νωθρός,νωχελικός,τεμπέλης,μολυβένιος,άψυχο
kinesthetics => κιναισθησία, kinesthetically => κινησθητικά, kinesthetic => κινησθητικός, kinesthesis => Κινησθητική αίσθηση, kinesthesia => κιναίσθηση,