Greek Meaning of chirrupy

κελαηδιστός

Other Greek words related to κελαηδιστός

Definitions and Meaning of chirrupy in English

Webster

chirrupy (a.)

Cheerful; joyous; chatty.

FAQs About the word chirrupy

κελαηδιστός

Cheerful; joyous; chatty.

Ευέλικτος,πλευστό,χαρούμενος,χαρούμενος,κεφάτος,πρόθυμος,αφρώδης,ενθουσιώδης,εύστροφος,Λαμπερό

νεκρός,αδρανής,Αβίο,νωθρός,τεμπέλης,μολυβένιος,άψυχο,κουτσός,αδιάφορος,Αργός

chirruping => τιτίβισμα, chirruped => κελαηδάω, chirrup => τζιρίρισμα, chirre => τσίρρε, chirr => τιτίβισμα,