FAQs About the word chisel in

καλέμι

break into a conversation

Φορτώστε,καταπατώ,(παραβιάζω),παρεμβαίνω,παράβαση,μεσολαβώ,παρεμβάλλω,Παραποιώ,βιολί,παρεμβαίνω

αποφεύγω,αδιαφορία,αμέλεια,παραβλέπω,αποφεύγω,αποφεύγω

chisel => Κοπίδι, chirurgical => χειρουργικός, chirurgic => χειρουργικός, chirurgery => χειρουργική, chirurgeonly => χειρουργικά,