Greek Meaning of chisel in
καλέμι
Other Greek words related to καλέμι
Nearest Words of chisel in
Definitions and Meaning of chisel in in English
chisel in (v)
break into a conversation
FAQs About the word chisel in
καλέμι
break into a conversation
Φορτώστε,καταπατώ,(παραβιάζω),παρεμβαίνω,παράβαση,μεσολαβώ,παρεμβάλλω,Παραποιώ,βιολί,παρεμβαίνω
αποφεύγω,αδιαφορία,αμέλεια,παραβλέπω,αποφεύγω,αποφεύγω
chisel => Κοπίδι, chirurgical => χειρουργικός, chirurgic => χειρουργικός, chirurgery => χειρουργική, chirurgeonly => χειρουργικά,