FAQs About the word chiseling

σμίλευμα

of Chisel

εξαπάτηση,Απάτη,σκαψίματα,δέρμα,απάτη,εκβίαση,κούρεμα,υπερφόρτωση

No antonyms found.

chiseler => απατεώνας, chiseled => σκαλισμένο, chisel steel => Χάλυβας για σμίλες, chisel in => καλέμι, chisel => Κοπίδι,