FAQs About the word barge (in)

Φορτώστε

to suddenly and rudely interrupt or disturb (something or someone)

κόβω,κόρνα μέσα,ενοχλώ,Διαρρήκτης,συμμετέχω,διακόπτης,βάλω μέσα,Προσθήκη,ανακατεύομαι,συνεισφέρω

έλεγχος έξω,βγαίνω (από τη δουλειά),πηγαίνω,αφήνω,Τρέπω σε φυγή

bargains => Ευκαιρίες, bargaining (with) => (διαπραγματευόμενος με), bargainers => διαπραγματευτές, bargain-basement => υπόγειο εκπτώσεων, bargain (with) => παζάρεψε (με),