FAQs About the word barfly

Μπαρφλάι

a person who spends much time in bars

αλκοολικός,Αλκοολικός,μεθυσμένος,πότης,μεθυσμένος,Μεθυσμένος,μεθυσμένος,μεθυσμένος,μεθυσμένος,Τουρσί

εγκρατής,Μη ποτόσ,Εγκρατής,Αποστάτης,ξηρός,υποστηρικτής της απαγόρευσης,Αποχή

barfing => Εμετός, barfed => εξεμέσα, bares => μπαρ, bare-bones => γυμνός, bards => βάρδοι,