Greek Meaning of barged
εισέβαλε
Other Greek words related to εισέβαλε
- ανακατεμένος
- πατάω
- σκόνταψε
- συσσωματωμένος
- σύρθηκε
- ταλαντεύτηκε
- γαλουμπφέντ
- τράβηξε
- φορτωμένος
- ομαδοποιημένος
- τράνταγμα
- τσαπατσουλιάζω
- σφυρηλατημένο
- γρατζουνισμένο
- καυγάς
- σέρνονταν
- απολεπισμένος
- κλιμακωτό
- σφραγισμένη
- απορημένος
- πατήθηκε
- περπατούσε με δυσκολία
- υφαντός
- κренάρει
- τρεμόπαιζε
- μαστιγωμένος
- απέτυχε
- τυλιγμένο
- δούλεψε σκληρά
- επηρεάστηκε
- ταλαντεύτηκε
- παραπατούσαν
- πατημένο
- ταλαντεύτηκε
- τσαλαβουτώ
- κουνούσε
Nearest Words of barged
Definitions and Meaning of barged in English
barged
to move or push oneself clumsily or rudely, to carry by barge, to thrust oneself heedlessly or unceremoniously, to move ponderously or clumsily, a boat of state elegantly furnished and decorated, a broad flat-bottomed boat that is usually towed and used chiefly to transport goods in harbors and on rivers and canals, a roomy usually flat-bottomed boat used chiefly for the transport of goods on inland waterways and usually propelled by towing, any of various boats, a roomy pleasure boat, a large motorboat supplied to the flag officer of a flagship
FAQs About the word barged
εισέβαλε
to move or push oneself clumsily or rudely, to carry by barge, to thrust oneself heedlessly or unceremoniously, to move ponderously or clumsily, a boat of state
ανακατεμένος,πατάω,σκόνταψε,συσσωματωμένος,σύρθηκε,ταλαντεύτηκε,γαλουμπφέντ,τράβηξε,φορτωμένος,ομαδοποιημένος
γλίστρησε,ολίσθηση,χτυπημένο,αεράκι,γλίστρησε,παρασυρμένος,επιπλέων,κρεμασμένος,αιωρούνταν,κρεμασμένος (κρεμασμένη)
barge (in) => Φορτώστε, bargains => Ευκαιρίες, bargaining (with) => (διαπραγματευόμενος με), bargainers => διαπραγματευτές, bargain-basement => υπόγειο εκπτώσεων,