Greek Meaning of lumbered

φορτωμένος

Other Greek words related to φορτωμένος

Definitions and Meaning of lumbered in English

Webster

lumbered (imp. & p. p.)

of Lumber

FAQs About the word lumbered

φορτωμένος

of Lumber

εισέβαλε,ανακατεμένος,πατάω,σκόνταψε,συσσωματωμένος,σύρθηκε,ταλαντεύτηκε,γαλουμπφέντ,τράβηξε,ομαδοποιημένος

γλίστρησε,ολίσθηση,χτυπημένο,αεράκι,γλίστρησε,παρασυρμένος,επιπλέων,κρεμασμένος,αιωρούνταν,κρεμασμένος (κρεμασμένη)

lumber state => Πολιτεία ξυλείας, lumber room => Αποθήκη, lumber jacket => Σακάκι υλοτόμου, lumber => ξύλο, lumbar vertebra => Οσφυϊκός σπόνδυλος,