Greek Meaning of lumbered
φορτωμένος
Other Greek words related to φορτωμένος
- εισέβαλε
- ανακατεμένος
- πατάω
- σκόνταψε
- συσσωματωμένος
- σύρθηκε
- ταλαντεύτηκε
- γαλουμπφέντ
- τράβηξε
- ομαδοποιημένος
- τράνταγμα
- τσαπατσουλιάζω
- σφυρηλατημένο
- γρατζουνισμένο
- καυγάς
- σέρνονταν
- δούλεψε σκληρά
- απολεπισμένος
- κλιμακωτό
- σφραγισμένη
- απορημένος
- πατήθηκε
- περπατούσε με δυσκολία
- υφαντός
- κренάρει
- τρεμόπαιζε
- μαστιγωμένος
- απέτυχε
- τυλιγμένο
- επηρεάστηκε
- ταλαντεύτηκε
- παραπατούσαν
- πατημένο
- τσαλαβουτώ
- κουνούσε
Nearest Words of lumbered
- lumber state => Πολιτεία ξυλείας
- lumber room => Αποθήκη
- lumber jacket => Σακάκι υλοτόμου
- lumber => ξύλο
- lumbar vertebra => Οσφυϊκός σπόνδυλος
- lumbar vein => Οσφυϊκή φλέβα
- lumbar puncture => Οσφυονωτιαία παρακέντηση
- lumbar plexus => Οσφυϊκός πλέγµα
- lumbar pain => Οσφυαλγία
- lumbar nerve => Οσφυϊκός νεύρο
Definitions and Meaning of lumbered in English
lumbered (imp. & p. p.)
of Lumber
FAQs About the word lumbered
φορτωμένος
of Lumber
εισέβαλε,ανακατεμένος,πατάω,σκόνταψε,συσσωματωμένος,σύρθηκε,ταλαντεύτηκε,γαλουμπφέντ,τράβηξε,ομαδοποιημένος
γλίστρησε,ολίσθηση,χτυπημένο,αεράκι,γλίστρησε,παρασυρμένος,επιπλέων,κρεμασμένος,αιωρούνταν,κρεμασμένος (κρεμασμένη)
lumber state => Πολιτεία ξυλείας, lumber room => Αποθήκη, lumber jacket => Σακάκι υλοτόμου, lumber => ξύλο, lumbar vertebra => Οσφυϊκός σπόνδυλος,