Greek Meaning of coasted

γλίστρησε

Other Greek words related to γλίστρησε

Definitions and Meaning of coasted in English

Webster

coasted (imp. & p. p.)

of Coast

FAQs About the word coasted

γλίστρησε

of Coast

πλεύρισε,παρασυρμένος,έρεε,γλίστρησε,έπλευσε,ολίσθηση,γλίστρησε,σάρωσε,μπόουλινγκ,αεράκι

ταλαντεύτηκε,Κούτσαινε,αγωνιζόταν,σκόνταψε,περπατούσε με δυσκολία,κοπιαστικός,φορτωμένος,τσαπατσουλιάζω,ανακατεμένος,σφραγισμένη

coastal rein orchid => Ορχιδέα του βούρκου, coastal plain => Παράκτια πεδιάδα, coastal diving bird => Παραθαλάσσιο θαλασσοπούλι, coastal => παράκτιος, coast white cedar => Δυτικός κόκκινος κέδρος,