Greek Meaning of sailed
έπλευσε
Other Greek words related to έπλευσε
Nearest Words of sailed
Definitions and Meaning of sailed in English
sailed (imp. & p. p.)
of Sail
FAQs About the word sailed
έπλευσε
of Sail
κωπηλατώ,πλεύρισε,μεταφέρθηκε,πλοηγήθηκε,ταξίδεψε,γλίστρησε,καγιάκ,έβαλαν πανιά,Αποστολή (στο εξωτερικό),επιβιβάστηκε στο πλοίο
ταλαντεύτηκε,Κούτσαινε,αγωνιζόταν,σκόνταψε,περπατούσε με δυσκολία,κοπιαστικός,φορτωμένος,τσαπατσουλιάζω,ανακατεμένος,σφραγισμένη
sailcloth => Ιστιοπανί, sailboat => σκάφος ιστιοφόρο, sailable => πλεύσιμος, sail through => να τα βγάλει πέρα εύκολα, sail => Ιστιο,