FAQs About the word sailable

πλεύσιμος

Capable of being sailed over; navigable; as, a sailable river.

Πλοίο,Κρουαζιέρα,Φεριμποτ,ταξίδι,ακτή,Καγιάκ,πλοηγούμαι,αποστολή (στο εξωτερικό),Γιοτ,κανό

Πλατύς,κουτσός,ξύλο,Αγώνας,σκοντάφτω,Εργασία,ποδοπατώ,Ανάμειξη,Γραμματόσημο,πατάω με δύναμη

sail through => να τα βγάλει πέρα εύκολα, sail => Ιστιο, saikyr => Σάικιρ, saigon cinnamon => Σινάμι Saigon, saigon => Σαϊγκόν,