Greek Meaning of plodded

τσαπατσουλιάζω

Other Greek words related to τσαπατσουλιάζω

Definitions and Meaning of plodded in English

Webster

plodded (imp. & p. p.)

of Plod

FAQs About the word plodded

τσαπατσουλιάζω

of Plod

κοπιαστικός,εργάστηκε,σφυρηλατημένο,αγωνιζόταν,ιδρωμένος,δουλεύω σκληρά,προσπάθησε,κουρασμένος,ξεθάφτηκε,Κυφωτικός

Χρεοκοπημενος,απογοητευμένος,παγωμένο,καθυστερείν,αδρανής,τεμπέλιαζε,αφήνω κάτι,τεμπελιάζω,Ξάπλωνε,ξεκούραστος

plod => ποδοπατώ, ploceus philippinus => Μαυροκεφαλής υφαντής των Φιλιππίνων, ploceus => υφαντής, ploceidae => Υφαντές, ploce => πλεονασμός,