Greek Meaning of loafed
τεμπελιάζω
Other Greek words related to τεμπελιάζω
- παγωμένο
- αργοπορώ
- μονότονος
- αδρανής
- τεμπέλιαζε
- κρεμόταν
- Ξάπλωνε
- παίζεται
- τρύπησε
- ξεκούραστος
- τεμπέλης
- περπατούσε
- Βημάτιζε
- απογοητευμένος
- καθυστερείν
- νύσταξε
- έμεινε
- αργοπορούσε
- χάλασε
- κατούρησα
- χαλαρός
- περίπατος
- περιπαίζω
- δίστασε
- μπερδεύουν
- έκανε γκάφα
- χακαρισμένο (γύρω)
- Κρεμασμένος (γύρω ή έξω)
- περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω)
- ~~κρεμασμένος~~
- κλώτσησε γύρω
- χαλάρωσε
- Σκότωσε τον χρόνο
- πιθηκίσιος
- χαλιμένος
- Περιτριγύριζε τους αντίχειρες
- φυτοζωώ
- εξαπατημένος
- σε αναστολή εργασίας
- χειμέρια νάρκη
- καθυστερημένος
- Επέδειξε θρασύτητα.
- καθυστερούσε
- Αισθάνομαι
- θερινός ύπνος
- έκανε βλακείες
- τριγυρνώ
- τριγύριζε
- Μαστόρευε (γύρω)
- κύκνοι
- Απουσίασε αδικαιολόγητα
Nearest Words of loafed
Definitions and Meaning of loafed in English
loafed (imp. & p. p.)
of Loaf
FAQs About the word loafed
τεμπελιάζω
of Loaf
παγωμένο,αργοπορώ,μονότονος,αδρανής,τεμπέλιαζε,κρεμόταν,Ξάπλωνε,παίζεται,τρύπησε,ξεκούραστος
εφαρμοσμένο,έδαφος,ξεθάφτηκε,Κυφωτικός,έσπευσε,κοπιαστικός,καρφωμένη,τσαπατσουλιάζω,οργωμένο,συνδεδεμένο
loaf sugar => Ζάχαρη σε μορφή κύβου, loaf of bread => φραντζόλα, loaf => ψωμί, loadstone => μαγνήτης, loadstar => Πολικός αστέρας,