Greek Meaning of lingered

έμεινε

Other Greek words related to έμεινε

Definitions and Meaning of lingered in English

Webster

lingered (imp. & p. p.)

of Linger

FAQs About the word lingered

έμεινε

of Linger

καθυστερημένος,σύρθηκε,αργοπορούσε,τρύπησε,έρποντας,έρπει,περπατούσε,καθυστερείν,αργοπορώ,αδρανής

κάννη,βαρέλι,μπουλονάρω,καριέρας,όρμησε,παύλα,πέταξε,επιτάχυνε,σπεύδω,Εκτοξεύτηκε

linger over => Καθυστερείν, linger => καθυστερώ, lingence => γλώσσα, lingenberry => μύρτιλλο, lingel => lingel,