Greek Meaning of jogged

έτρεχε

Other Greek words related to έτρεχε

Definitions and Meaning of jogged in English

Webster

jogged (imp. & p. p.)

of Jog

FAQs About the word jogged

έτρεχε

of Jog

τρέχω,τρέχω,τρέχει,έτρεξε,οριοθετημένο,παύλα,καλπάζει,σπεύδω,έσπευσε,πήδηξε

Βημάτιζε,σύρθηκε,έμεινε,περίπατος,ανακατεμένος,έρπει,περπατούσε,καθυστερείν,αργοπορώ,καθυστερημένος

jog trot => Τροχάζω, jog => τρέξιμο, joffrey => Τζόφρεϊ, joffre => Zοφρ, joewood => Τζόουιντ,