Greek Meaning of scooted

οδήγησε μακριά

Other Greek words related to οδήγησε μακριά

Definitions and Meaning of scooted in English

scooted

to move swiftly, to slide especially while seated, to go suddenly and swiftly

FAQs About the word scooted

οδήγησε μακριά

to move swiftly, to slide especially while seated, to go suddenly and swiftly

ενθουσιασμένος,κυνηγημένος,όρμησε,οδήγησε,πέταξε,σπεύδω,πήδησε,τρέχω,τρέχω,τρέχω

σύρθηκε,καθυστερημένος,έμεινε,αργοπορούσε,τρύπησε,έρποντας,έρπει,περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω),περπατούσε,Βημάτιζε

scoops => κουτάλες, scooping (out) => σκάβω (έξω), scooped (out) => σκαμμένο (έξω), scoop (out) => σκαλίζω (έξω), sconces => επιτοίχια φωτιστικά,