Greek Meaning of beelined

πήγε αμέσως

Other Greek words related to πήγε αμέσως

Definitions and Meaning of beelined in English

beelined

a straight direct course, to go quickly in a straight direct course

FAQs About the word beelined

πήγε αμέσως

a straight direct course, to go quickly in a straight direct course

στοχευμένος,Σκηνοθετημένο,αναμμένος,Τετραγωνισμένο,βάζω,σβήνω,ξεκινώ,αναχωρώ,χτύπησε,στρεμμένος

σύρθηκε,καθυστερημένος,έμεινε,αργοπορούσε,τρύπησε,περίπατος,έρποντας,έρπει,Κρεμασμένος (γύρω ή έξω),περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω)

beefs => μοσχάρι, beefing (up) => ενισχύοντας, beefed (up) => ενισχυμένος, beefed => ενισχυμένος, beef (up) => Βόειο κρέας (περισσότερο),