Greek Meaning of beefed (up)

ενισχυμένος

Other Greek words related to ενισχυμένος

Definitions and Meaning of beefed (up) in English

beefed (up)

to add weight, strength, or power to (something)

FAQs About the word beefed (up)

ενισχυμένος

to add weight, strength, or power to (something)

σκληρυμένο,Ενισχυμένο,εδραιωμένο,οχυρωμένος,γυμνασμένος,σκληρυμένο,Ανόπτηση,ενεργοποιημένος,αναζωογονημένο,Ενίσχυσε

ανάπηρος,κατεστραμμένος,πόνος,εξασθενημένος,ανίκανος,τραυματισμένος,Παράλυτος,εξασθενημένος,χαλασμένος,εξασθενημένος

beefed => ενισχυμένος, beef (up) => Βόειο κρέας (περισσότερο), bee in one's bonnet => Μια μέλισσα στο καπέλο, bedtime story => παραμύθι για ύπνο, bedtime stories => Παραμύθια για την ώρα του ύπνου,