Greek Meaning of beefed
ενισχυμένος
Other Greek words related to ενισχυμένος
- φώναξε
- γκρίνια
- παραπονιόταν
- βέλαξε
- επικρίθηκε
- νιαουρίζω
- στενόχωρος
- γκρίνιαζε
- Γκριζαρισμένος
- γρύλισε
- κατέκρινε
- στέναξε
- ψιθύρισε
- μουρμούρισε
- γκρίνιαζε
- έκλαιγε
- γκρίνιαξε
- ανήσυχος
- γκρινιάζω
- Γκρίνιαζε
- έκλαψε
- κατσούφης
- γκρινιάζω
- γκρίνιαζε
- έβριζε
- φώναξε
- θρηνούσε
- κλώτσησε
- Έκανε φασαρία
- Προκάλεσε σάλο
- γκρίνιαζε
- μουρμουρίζοντας
- διαμαρτυρηθεί
- pin
- τσίριξε / φώναξε δυνατά
- τσίριξε
- γκρινιάρης
- φλυαρούσε
- ούρλιαζε
- ουρλιαχτός
- ούρλιαξε
- θρήνησε
- κλαίω
- επικρίθηκε
- έκρινε αυστηρά
- κατηγόρησε
- ανήσυχος
- αναστατωμένος
- θρηνούσε
- διαφωνούσε
- βραστά
- πέθανε
- αντιτίθεμαι (σε)
- τσακώθηκα (με)
- μαλώνω (με)
- λυγμούσε
Nearest Words of beefed
- beef (up) => Βόειο κρέας (περισσότερο)
- bee in one's bonnet => Μια μέλισσα στο καπέλο
- bedtime story => παραμύθι για ύπνο
- bedtime stories => Παραμύθια για την ώρα του ύπνου
- bedsteads => κρεβάτια
- bed-sitting-room => μονόχωρο
- bed-sitters => Μονοκατοικίες
- bed-sitter => στούντιο
- bedsits => Ενοικιαζόμενα δωμάτια
- beds => κρεβάτια
Definitions and Meaning of beefed in English
beefed
a steer, cow, or bull especially when fattened for food, muscular flesh, a steer or cow fattened for food, the flesh of an adult domestic bovine (such as a steer or cow) used as food, complaint, a dressed carcass of a beef animal, complain, complaint sense 1, complain sense 1, an ox, cow, or bull in a full-grown or nearly full-grown state, the flesh of a steer, cow, or bull, the flesh of an adult domestic bovine (as a steer or cow) used as food, to increase or add substance, strength, or power to, to add weight, strength, or power to
FAQs About the word beefed
ενισχυμένος
a steer, cow, or bull especially when fattened for food, muscular flesh, a steer or cow fattened for food, the flesh of an adult domestic bovine (such as a stee
φώναξε,γκρίνια,παραπονιόταν,βέλαξε,επικρίθηκε,νιαουρίζω,στενόχωρος,γκρίνιαζε,Γκριζαρισμένος,γρύλισε
αποδεκτό,βαρετός,Χαρούμενος,άντεξε,χάρηκε,ανεκτή,πήρε,χειροκρότησε.,επευφημούσαν,επαινέθηκε
beef (up) => Βόειο κρέας (περισσότερο), bee in one's bonnet => Μια μέλισσα στο καπέλο, bedtime story => παραμύθι για ύπνο, bedtime stories => Παραμύθια για την ώρα του ύπνου, bedsteads => κρεβάτια,