FAQs About the word strolled

περπατούσε

to go from place to place in search of work or profit, to walk in a leisurely or idle manner, to walk at leisure along or about

Βημάτιζε,ανέβηκε,περιπλανήθηκε,περίπατος,περπατούσε,περιπλανήθηκε,πορευμένος,περιδιαβαίνειν,έλεγε ασυναρτησίες,περιπλανήθηκαν

No antonyms found.

stroking (out) => εγκεφαλικό επεισόδιο, strokes => Εγκεφαλικό επεισόδιο, stroked (out) => Υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, stroked => εγκεφαλικό επεισόδιο, stroke of luck => δώρο Θεού,