Greek Meaning of stroking (out)
εγκεφαλικό επεισόδιο
Other Greek words related to εγκεφαλικό επεισόδιο
- ακύρωση
- <crossing (out)/>
- διαγραφή
- Επεξεργασία (έξω)
- ξύσιμο (έξω)
- εντυπωσιακή (έξω)
- εξάλειψη
- μπλε μολύβι
- ακύρωση
- Λογοκρισία
- Διαγραφή
- σβήσιμο
- Απομάκρυνση
- εκρίζωση
- σβήσιμο
- εξάλειψη
- διασταύρωση (έξω)
- λιποθυμία
- Bleeping
- αναλαμπή
- καθαρισμός (πάνω)
- αποκόμματα
- καλλιέργεια
- Κοπή
- εξάλειψη
- Ελλειψη
- εξάλειψη
- εκτομή
- εξάλειψη
- εκκαθάριση
- Ξέπλυμα χρήματος
- Διαγραφικός
- επιμέλεια με κόκκινο μολύβι
- Επεξεργασία
- συντόμευση
- σιωπηρή
- κατασταλτικός
Nearest Words of stroking (out)
Definitions and Meaning of stroking (out) in English
stroking (out)
to suffer a stroke (see stroke entry 2 sense 5) or to cause (someone) to suffer a stroke
FAQs About the word stroking (out)
εγκεφαλικό επεισόδιο
to suffer a stroke (see stroke entry 2 sense 5) or to cause (someone) to suffer a stroke
ακύρωση,<crossing (out)/>,διαγραφή,Επεξεργασία (έξω),ξύσιμο (έξω),εντυπωσιακή (έξω),εξάλειψη,μπλε μολύβι,ακύρωση,Λογοκρισία
στήσιμο
strokes => Εγκεφαλικό επεισόδιο, stroked (out) => Υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, stroked => εγκεφαλικό επεισόδιο, stroke of luck => δώρο Θεού, stroke (out) => Διαγράφω,