Greek Meaning of cancelling
ακύρωση
Other Greek words related to ακύρωση
- Εγκατάλειψη
- Διακοπή (μαθημάτων)
- κλήση
- υπενθύμιση
- κατάργηση
- ανακλήσεις
- ανάκληση
- καταληκτικός
- Κατάργηση
- ακύρωση
- ακύρωση
- Κλαίγοντας
- πτώση
- τέλος
- διακόπτωντας
- ακυρώνοντας
- ακυρώνει
- συρριγμός
- όπισθεν
- </br> παλιοσίδερα
- τρίψιμο
- στάση
- αναστολή
- κένωση
- απόσυρση
- διακοπή
- αντιδιαταγή
- διακοπή
- παραιτούμαι
- ανακοπή
- συγκράτηση
- αναίρεση
- εγκατάλειψη
- κυλάει πίσω
- παράδοση
- Επαναλαμβάνω
- διαγραφή
Nearest Words of cancelling
- cancellous => σπογγώδης
- cancer => καρκίνος
- cancer body => καρκινογόνο σώμα
- cancer borealis => Βόρειος καρκίνος
- cancer cell => Καρκινικό κύτταρο
- cancer drug => Αντικαρκινικό φάρμακο
- cancer irroratus => Πλακώδες καρκίνωμα
- cancer juice => Ζουμί καρκίνου
- cancer magister => Γαρίδα ντάγκενας
- cancer of the blood => Λευχαιμία
Definitions and Meaning of cancelling in English
cancelling ()
of Cancel
FAQs About the word cancelling
ακύρωση
of Cancel
Εγκατάλειψη,Διακοπή (μαθημάτων),κλήση,υπενθύμιση,κατάργηση,ανακλήσεις,ανάκληση,καταληκτικός,Κατάργηση,ακύρωση
συνεχόμενος,φύλαξη,αρχή,ξεκινώντας,Συμμετοχικός,έναρξη,ελπιδοφόρος,αρχή,υπόσχεση,πτυχίο
cancelli => ακυρώνω, cancelled => ακυρώθηκε, cancellation => Ακύρωση, cancellated => ματαιωμένο, cancellate => ακυρώνω,