Greek Meaning of commencing

ξεκινώντας

Other Greek words related to ξεκινώντας

Definitions and Meaning of commencing in English

commencing

to take a degree at a university, to enter upon, to bring or come into activity, being, or operation, to have or make a beginning

FAQs About the word commencing

ξεκινώντας

to take a degree at a university, to enter upon, to bring or come into activity, being, or operation, to have or make a beginning

αρχή,άνοιγμα,αρχή,έναρξη,εκκίνηση,Δημιουργώντας,επιβίβαση (σε ή επί),είσοδος (σε ή επί),πέφτοντας (προς),απεργών (σε)

παύοντας,ολοκλήρωση,τελικός,τέλος,φινίρισμα,στάση,καταληκτικός,Εγκατάλειψη,κλείσιμο,διακοπή

commencements => αρχές, commenced => αρχισε, commemoratives => Αναμνηστικά, commemorated => αναμνηστικό, commas => κόμμα,