Greek Meaning of falling (to)
πέφτοντας (προς)
Other Greek words related to πέφτοντας (προς)
- αρχή
- άνοιγμα
- αρχή
- ξεκινώντας
- επιβίβαση (σε ή επί)
- είσοδος (σε ή επί)
- κατεβαίνω
- πηγαίνοντας στο
- απεργών (σε)
- εκκίνηση
- κορυφαίος
- Δημιουργώντας
- είναι έτοιμος να ξεκινήσει
- αρχίζοντας
- ξεκινάω
- υιοθεσία
- ίδρυση
- ιδρυτικός
- δημιουργώντας
- εγκαινιάζοντας
- έναρξη
- καινοτόμος
- Εγκαθιδρύοντας
- εφεύρεση
- οργάνωση
- προερχόμενος
- Πρωτοποριακός
- τριγυρίζοντας
- ξεκινώντας
- ικανός *(να)
- ρύθμιση
- γέννα
- αναλαμβάνοντας
- πτυχίο
Nearest Words of falling (to)
- falling apart => που καταρρέει
- falling away => παρακμή
- falling back => υποτροπή
- falling behind => Υστάρτησεν
- falling down => που πέφτει
- falling from grace => Πτώση από τη χάρη
- falling in with => πέφτοντας με
- falling short => ανεπαρκής
- falling short (of) => δεν φτάνω σε (κάτι)
- falling-out => διαφωνία
Definitions and Meaning of falling (to) in English
falling (to)
to begin doing something (as eating or working) especially energetically, to begin doing something (such as working or eating) especially vigorously
FAQs About the word falling (to)
πέφτοντας (προς)
to begin doing something (as eating or working) especially energetically, to begin doing something (such as working or eating) especially vigorously
αρχή,άνοιγμα,αρχή,ξεκινώντας,επιβίβαση (σε ή επί),είσοδος (σε ή επί),κατεβαίνω,πηγαίνοντας στο,απεργών (σε),εκκίνηση
τελικός,τέλος,φινίρισμα,στάση,καταληκτικός,απόλυση,Εγκατάλειψη,παύοντας,κλείσιμο,ολοκλήρωση
falling (off) => πτώση (από), falling (in) => πτώση (σε), fallen short => Μη φθάνω, fallen out => Ξεπεσμένοι, fallen (to) => πεσμένος (σε),