Greek Meaning of embarking (on or upon)
επιβίβαση (σε ή επί)
Other Greek words related to επιβίβαση (σε ή επί)
- αρχή
- κορυφαίος
- άνοιγμα
- αρχή
- ξεκινώντας
- είσοδος (σε ή επί)
- πέφτοντας (προς)
- κατεβαίνω
- πηγαίνοντας στο
- απεργών (σε)
- εκκίνηση
- Δημιουργώντας
- είναι έτοιμος να ξεκινήσει
- αρχίζοντας
- ξεκινάω
- υιοθεσία
- ίδρυση
- ιδρυτικός
- δημιουργώντας
- εγκαινιάζοντας
- έναρξη
- καινοτόμος
- Εγκαθιδρύοντας
- εφεύρεση
- οργάνωση
- προερχόμενος
- Πρωτοποριακός
- τριγυρίζοντας
- ξεκινώντας
- ικανός *(να)
- ρύθμιση
- γέννα
- αναλαμβάνοντας
- πτυχίο
Nearest Words of embarking (on or upon)
- embarked (on or upon) => επιβιβάστηκε (σε ή επί)
- embark (on or upon) => επιβιβάζομαι (σε ή πάνω σε)
- embarcadero => προβλήτα
- embankments => αναχώματα
- emancipations => χειραφετήσεις
- emancipates => απελευθερώνει
- e-mails => μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
- e-mailing => αποστολή email
- eludes => διαφεύγει
- elucidations => διευκρινίσεις
Definitions and Meaning of embarking (on or upon) in English
embarking (on or upon)
No definition found for this word.
FAQs About the word embarking (on or upon)
επιβίβαση (σε ή επί)
αρχή,κορυφαίος,άνοιγμα,αρχή,ξεκινώντας,είσοδος (σε ή επί),πέφτοντας (προς),κατεβαίνω,πηγαίνοντας στο,απεργών (σε)
τελικός,τέλος,φινίρισμα,στάση,καταληκτικός,απόλυση,παύοντας,κλείσιμο,ολοκλήρωση,διακοπή
embarked (on or upon) => επιβιβάστηκε (σε ή επί), embark (on or upon) => επιβιβάζομαι (σε ή πάνω σε), embarcadero => προβλήτα, embankments => αναχώματα, emancipations => χειραφετήσεις,