FAQs About the word embarks

επιβιβάζεται

to make a start, to cause to go on board (a boat, an airplane, etc.), to engage, enlist, or invest in an enterprise, to go on board a vehicle for transportation

λανσάρει,Πανιά

αποβάθρες,γη,λόγοι,δένει,παραλίες,κουκέτες,Μαυριτανοί

embarking (on or upon) => επιβίβαση (σε ή επί), embarked (on or upon) => επιβιβάστηκε (σε ή επί), embark (on or upon) => επιβιβάζομαι (σε ή πάνω σε), embarcadero => προβλήτα, embankments => αναχώματα,