Greek Meaning of leading off

κορυφαίος

Other Greek words related to κορυφαίος

Definitions and Meaning of leading off in English

Wordnet

leading off (n)

the act of enticing others into sinful ways

FAQs About the word leading off

κορυφαίος

the act of enticing others into sinful ways

αρχή,άνοιγμα,αρχή,ξεκινώντας,επιβίβαση (σε ή επί),είσοδος (σε ή επί),πέφτοντας (προς),κατεβαίνω,πηγαίνοντας στο,απεργών (σε)

τελικός,τέλος,φινίρισμα,στάση,καταληκτικός,απόλυση,Εγκατάλειψη,παύοντας,κλείσιμο,ολοκλήρωση

leading man => Πρωταγωνιστής, leading light => Οδηγός , leading lady => Πρωταγωνίστρια, leading indicator => Προπορευόμενος δείκτης, leading edge => Πρόσθια άκρη,