FAQs About the word forsaking

εγκατάλειψη

the act of forsaking, the act of giving something upof Forsake

εγκατάλειψη,λιποταξία,λιποταξία,εγκατάλειψη,απορρίπτω,ντάμπινγκ,απόρριψη

αποκατάσταση,κατακράτηση,ανάκτηση,αποζημίωση,επανάκτηση

forsaker => εγκαταλείπων, forsaken => εγκαταλελειμμένος, forsake => εγκαταλείπω, forrill => Φόριλ, forray => forray,