Greek Meaning of getting around (to)
τριγυρίζοντας
Other Greek words related to τριγυρίζοντας
- ξεκινώντας
- ικανός *(να)
- ρύθμιση
- υιοθεσία
- ίδρυση
- ιδρυτικός
- δημιουργώντας
- Εγκαθιδρύοντας
- οργάνωση
- Πρωτοποριακός
- Δημιουργώντας
- επιβίβαση (σε ή επί)
- είσοδος (σε ή επί)
- πέφτοντας (προς)
- κατεβαίνω
- γέννα
- απεργών (σε)
- αναλαμβάνοντας
- πτυχίο
- αρχή
- Αγκαλιάζει
- Πατρότητα
- εγκαινιάζοντας
- έναρξη
- καινοτόμος
- εφεύρεση
- εκκίνηση
- κορυφαίος
- προερχόμενος
- ξεκινώντας
- αρχίζοντας
Nearest Words of getting around (to)
- getting around => να μετακινούμαι
- getting along => τα πηγαίνω καλά
- getting after => παίρνω
- getting across => διαβιβάζω
- getting a move on => ξεκινάω
- getting a load of => Παίρνω ένα σωρό από
- getting a kick out of => Απολαμβάνω
- getting a charge out of => Να φορτιστεί από
- getting (on) => Αναβαίνοντας (επάνω)
- getting (away) => παίρνοντας (μακριά)
- getting at => φτάνοντας
- getting back => Επιστροφή
- getting back (at) => παίρνω πίσω (από)
- getting by => βγάζω τα πέρα μου
- getting down => κατέβασμα
- getting down (to) => ξεκινώντας
- getting even (for) => παίρνω εκδίκηση (για)
- getting going => είναι έτοιμος να ξεκινήσει
- getting in => εισάγομαι
- getting it on => Ξεκινώντας
Definitions and Meaning of getting around (to) in English
getting around (to)
No definition found for this word.
FAQs About the word getting around (to)
τριγυρίζοντας
ξεκινώντας,ικανός *(να),ρύθμιση,υιοθεσία,ίδρυση,ιδρυτικός,δημιουργώντας,Εγκαθιδρύοντας,οργάνωση,Πρωτοποριακός
τελικός,τέλος,φινίρισμα,στάση,καταληκτικός,απόλυση,Εγκατάλειψη,παύοντας,κλείσιμο,ολοκλήρωση
getting around => να μετακινούμαι, getting along => τα πηγαίνω καλά, getting after => παίρνω, getting across => διαβιβάζω, getting a move on => ξεκινάω,