Greek Meaning of entering (into or upon)
είσοδος (σε ή επί)
Other Greek words related to είσοδος (σε ή επί)
- αρχή
- κορυφαίος
- άνοιγμα
- αρχή
- ξεκινώντας
- επιβίβαση (σε ή επί)
- πέφτοντας (προς)
- κατεβαίνω
- πηγαίνοντας στο
- απεργών (σε)
- εκκίνηση
- Δημιουργώντας
- είναι έτοιμος να ξεκινήσει
- αρχίζοντας
- ξεκινάω
- υιοθεσία
- ίδρυση
- ιδρυτικός
- δημιουργώντας
- εγκαινιάζοντας
- έναρξη
- καινοτόμος
- Εγκαθιδρύοντας
- εφεύρεση
- οργάνωση
- προερχόμενος
- Πρωτοποριακός
- τριγυρίζοντας
- ξεκινώντας
- ικανός *(να)
- ρύθμιση
- γέννα
- αναλαμβάνοντας
- πτυχίο
Nearest Words of entering (into or upon)
- entered (into or upon) => εισήλθε (σε ή επί)
- enterable => Εισερχόμενος
- enter (into or upon) => enter (into or upon)
- ententes => συμφωνίες
- entente cordiales => Φιλική συμφωνία
- entangles => μπερδεύει
- entanglements => Μπερδέματα
- enswathing => περιβάλλοντος
- enswathed => τυλιγμένος
- ensuring => διασφαλίζοντας
Definitions and Meaning of entering (into or upon) in English
entering (into or upon)
No definition found for this word.
FAQs About the word entering (into or upon)
είσοδος (σε ή επί)
αρχή,κορυφαίος,άνοιγμα,αρχή,ξεκινώντας,επιβίβαση (σε ή επί),πέφτοντας (προς),κατεβαίνω,πηγαίνοντας στο,απεργών (σε)
τελικός,τέλος,φινίρισμα,στάση,καταληκτικός,απόλυση,παύοντας,κλείσιμο,ολοκλήρωση,διακοπή
entered (into or upon) => εισήλθε (σε ή επί), enterable => Εισερχόμενος, enter (into or upon) => enter (into or upon), ententes => συμφωνίες, entente cordiales => Φιλική συμφωνία,