Greek Meaning of entering (into or upon)

είσοδος (σε ή επί)

Other Greek words related to είσοδος (σε ή επί)

Definitions and Meaning of entering (into or upon) in English

entering (into or upon)

No definition found for this word.

FAQs About the word entering (into or upon)

είσοδος (σε ή επί)

αρχή,κορυφαίος,άνοιγμα,αρχή,ξεκινώντας,επιβίβαση (σε ή επί),πέφτοντας (προς),κατεβαίνω,πηγαίνοντας στο,απεργών (σε)

τελικός,τέλος,φινίρισμα,στάση,καταληκτικός,απόλυση,παύοντας,κλείσιμο,ολοκλήρωση,διακοπή

entered (into or upon) => εισήλθε (σε ή επί), enterable => Εισερχόμενος, enter (into or upon) => enter (into or upon), ententes => συμφωνίες, entente cordiales => Φιλική συμφωνία,