Greek Meaning of enthusiasts
Ενθουσιώδεις
Other Greek words related to Ενθουσιώδεις
- οπαδοί
- εραστές
- βεντούζες
- ξηροί καρποί
- Εξαρτημένοι
- θαυμαστές
- λάτρεις
- λάτρεις
- buffs
- έντομα
- συλλέκτες
- πιστοί
- εμπειρογνώμονες
- δαίμονες
- φρικιά
- φίλοι
- σκύλοι
- ειδικοί
- υποστηρικτές
- αρχές
- ερασιτέχνες
- Ακόλουθοι
- παράσιτα
- οπαδοί
- Προσκολλημένοι
- συνήγοροι
- απόστολοι
- χρηματοδότες
- πρωταθλητές
- Γνώστες
- μετατρέπει
- σεχταριστές
- ερασιτέχνες
- μαθητές
- ευαγγελιστές
- εκθέτες
- κεφάλια
- μάφιν
- αντάρτες
- αντάρτες
- Προστάτες
- προωθητές
- φανατικοί
Nearest Words of enthusiasts
- enthusiasms => ενθουσιασμοί
- enthused => ενθουσιώδης
- enthroning => ενθρόνιση
- enthrones => Ανθρονίζει
- enthroned => ενθρονισμένος
- entertainments => ψυχαγωγία
- enterprises => επιχειρήσεις
- enterprisers => επιχειρηματίες
- entering (into or upon) => είσοδος (σε ή επί)
- entered (into or upon) => εισήλθε (σε ή επί)
Definitions and Meaning of enthusiasts in English
enthusiasts
one who is ardently attached to a cause, object, or pursuit, a person filled with enthusiasm, one who tends to become ardently absorbed in an interest
FAQs About the word enthusiasts
Ενθουσιώδεις
one who is ardently attached to a cause, object, or pursuit, a person filled with enthusiasm, one who tends to become ardently absorbed in an interest
οπαδοί,εραστές,βεντούζες,ξηροί καρποί,Εξαρτημένοι,θαυμαστές,λάτρεις,λάτρεις,buffs,έντομα
κριτικοί,επικριτές,,belittlers
enthusiasms => ενθουσιασμοί, enthused => ενθουσιώδης, enthroning => ενθρόνιση, enthrones => Ανθρονίζει, enthroned => ενθρονισμένος,