Greek Meaning of disciples
μαθητές
Other Greek words related to μαθητές
- Προσκολλημένοι
- απόστολοι
- Ακόλουθοι
- Υπηρέτες
- θαυμαστές
- πιστοί
- Επίγονοι
- ιεραπόστολοι
- αντάρτες
- αντάρτες
- μαθητές
- μελετητές
- στρατιώτες
- φοιτητές
- υποστηρικτές
- οπαδοί
- συνήγοροι
- πρωταθλητές
- μετατρέπει
- σεχταριστές
- Ενθουσιώδεις
- οι πιστοί
- οπαδοί
- υπάλληλοι
- ιδεολόγοι
- είδωλολάτρες
- είδωλολάτρες
- Φέουδοι
- πιστοί
- προσήλυτοι
- προστατευόμενοι
- αιρετικοί
- κόλακες
- ψηφοφόροι
- πιστοί
- προσκυνητές
- φανατικοί
Nearest Words of disciples
- disciplines => Οι κλάδοι
- disclaims => αποκηρύσσει
- disclose (to) => αποκαλύπτω (σε κάποιον)
- disclosed (to) => Αποκαλύφθηκε (σε)
- disclosers => αποκαλύπτες
- discloses => αποκαλύπτει
- disclosing (to) => αποκάλυψη (σε)
- disclosures => γνωστοποιήσεις
- discolors => αποχρωματίζει
- discombobulating => αποδιοργανωτικός
Definitions and Meaning of disciples in English
disciples
one who accepts and assists in spreading the doctrines of another, a member of the Disciples of Christ founded in the U.S. in 1809 that holds the Bible alone to be the rule of faith and practice, usually baptizes by immersion, and has a congregational (see congregational sense 3) polity, a convinced adherent of a school or individual, one of the twelve in the inner circle of Christ's followers according to the Gospel accounts, apostle sense 1a, a person who accepts and helps to spread the teachings of another
FAQs About the word disciples
μαθητές
one who accepts and assists in spreading the doctrines of another, a member of the Disciples of Christ founded in the U.S. in 1809 that holds the Bible alone to
Προσκολλημένοι,απόστολοι,Ακόλουθοι,Υπηρέτες,θαυμαστές,πιστοί,Επίγονοι,ιεραπόστολοι,αντάρτες,αντάρτες
ηγέτες,αποστάτες,λιποτάκτες,αποστάτες,ειδικοί
discharges => εκκρίσεις, discerns => διακρίνει, discernments => διακρίσεις, discards => απορρίπτει, discants => Διάσταση,