Greek Meaning of disburdened
απαλλαγμένος
Other Greek words related to απαλλαγμένος
Nearest Words of disburdened
Definitions and Meaning of disburdened in English
disburdened
to rid of a burden, discharge, unload, unburden
FAQs About the word disburdened
απαλλαγμένος
to rid of a burden, discharge, unload, unburden
ξεφορτωμένο,εκφορτισμένος,Απαλλαγμένος,εκκενωμένος,ανακουφισμένος,απελευθερωμένος,ξεφορτωμένη,ξεπακεταρισμένο,ξεκαθαρισμένο,αδειασμένος
φορτισμένος,γεμάτος,φορτωμένο,συσκευασμένο,γεμάτο,σωρός,μαρμελάδα,Γεμιστό,κατάμεστος
disbenefits => Μειονεκτήματα, disbenefit => μειονέκτημα, disbelieves => δεν πιστεύει, disbeliefs => απιστία, disbars => σβήνει,