FAQs About the word disbelieves

δεν πιστεύει

to withhold or reject belief, to think not to be true or real, to hold not worthy of belief

αρνείται,δυσφημεί,διαψεύδει,δεν εμπιστεύεται,αμφιβολίες,δεν εμπιστεύεται,αρνείται,διαψεύδει,απορρίπτει,διαψεύδει

δέχεται,μονάδες,χελιδόνια,trusts

disbeliefs => απιστία, disbars => σβήνει, disbands => διαλύει, disavows => αποκηρύσσει, disasters => καταστροφές,