Greek Meaning of discharged
εκφορτισμένος
Other Greek words related to εκφορτισμένος
Nearest Words of discharged
Definitions and Meaning of discharged in English
discharged (s)
having lost your job
discharged (imp. & p. p.)
of Discharge
FAQs About the word discharged
εκφορτισμένος
having lost your jobof Discharge
απολυμένος,ανατιναγμένη,εκσφενδόνισε,ξεκίνησε,χαλαρός,στριμμένο,πέταξε,φλογισμένο (από),καστ,εκτοξεύοντας
φορτισμένος,γεμάτος,φορτωμένο,συσκευασμένο,γεμάτο,σωρός,μαρμελάδα,Γεμιστό,κατάμεστος
discharge pipe => σωλήνας εκκένωσης, discharge lamp => Λυχνία εκκένωσης, discharge => εκφόρτιση, discession => δισχιδία, discerptive => διαταρακτικός,