Greek Meaning of pelted

βομβαρδισμένος

Other Greek words related to βομβαρδισμένος

Definitions and Meaning of pelted in English

Webster

pelted (imp. & p. p.)

of Pelt

FAQs About the word pelted

βομβαρδισμένος

of Pelt

ανατιναγμένη,φυσώ,ενθουσιασμένος,κυνηγημένος,όρμησε,παύλα,οδήγησε,πέταξε,εκσφενδόνισε,σπεύδω

σύρθηκε,καθυστερημένος,έμεινε,αργοπορούσε,τρύπησε,έρποντας,έρπει,περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω),περπατούσε,Βημάτιζε

peltated => Ασπιδοειδής, peltate leaf => ακανθώδης, peltate => Πελτωτή, peltandra virginica => Peltandra virginica, peltandra => Πελενδρα,