Greek Meaning of galloped

καλπάζει

Other Greek words related to καλπάζει

Definitions and Meaning of galloped in English

Webster

galloped (imp. & p. p.)

of Gallop

FAQs About the word galloped

καλπάζει

of Gallop

έτρεχε,τρέχω,τρέχει,έτρεξε,καλπάζω,παύλα,σπεύδω,έσπευσε,πήδηξε,πήδησε

Βημάτιζε,σύρθηκε,έμεινε,περίπατος,ανακατεμένος,έρποντας,έρπει,περπατούσε,καθυστερείν,αργοπορώ

gallopading => καλπάζω, gallopaded => καλπάζει, gallopade => Καλπασμός, gallop rhythm => Ρυθμός καλπασμού, gallop => καλπασμός,