Greek Meaning of gallowglass
Γκάλοουγλας
Other Greek words related to Γκάλοουγλας
- πρωταθλητής
- στρατιώτης
- εκσκαφέας
- χωροφύλακας
- - ιππότης
- στρατολογώ
- Εφεδρος
- Πολεμικό άλογο
- μαχητής
- ομοσπονδιακός
- Αντεπανάσταση
- αντιπαρτιζάνικες επιχειρήσεις
- στρατιώτης
- εγγεγραμμένος
- φρουρός
- Αντάρτες
- Ανταρτοπόλεμος
- ακανόνιστος
- Πολιτοφύλακας
- παραστρατιωτικός
- αντάρτης
- ακοντιστής
- Βετεράνος
- ηπειρωτικός
- ομοσπονδιακός
- γι
- Λογχοφόρος
- ισοβίτης
- Εθνοφύλακας
- μη μάχιμος
- μεροληπτικός
- δόρυφορος
Nearest Words of gallowglass
Definitions and Meaning of gallowglass in English
gallowglass (n.)
A heavy-armed foot soldier from Ireland and the Western Isles in the time of Edward /
FAQs About the word gallowglass
Γκάλοουγλας
A heavy-armed foot soldier from Ireland and the Western Isles in the time of Edward /
πρωταθλητής,στρατιώτης,εκσκαφέας,χωροφύλακας,- ιππότης,στρατολογώ,Εφεδρος,Πολεμικό άλογο,μαχητής,ομοσπονδιακός
Πολίτης
galloway => Γκαλόγουεϊ, gallow => κρεμάλα, gallous => κρεμάλα, gallotannic => γαλλοταννικού, galloping => καλπάζον,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)