Greek Meaning of digger
εκσκαφέας
Other Greek words related to εκσκαφέας
- πρωταθλητής
- εγγεγραμμένος
- χωροφύλακας
- - ιππότης
- στρατολογώ
- Εφεδρος
- Βετεράνος
- μαχητής
- ομοσπονδιακός
- στρατιώτης
- στρατιώτης
- Γκάλοουγλας
- φρουρός
- Αντάρτες
- Ανταρτοπόλεμος
- ακανόνιστος
- ισοβίτης
- παραστρατιωτικός
- αντάρτης
- Πολεμικό άλογο
- ηπειρωτικός
- Αντεπανάσταση
- αντιπαρτιζάνικες επιχειρήσεις
- ομοσπονδιακός
- γι
- Λογχοφόρος
- Πολιτοφύλακας
- Εθνοφύλακας
- μη μάχιμος
- μεροληπτικός
- δόρυφορος
- ακοντιστής
Nearest Words of digger
Definitions and Meaning of digger in English
digger (n)
a laborer who digs
a machine for excavating
digger (n.)
One who, or that which, digs.
FAQs About the word digger
εκσκαφέας
a laborer who digs, a machine for excavatingOne who, or that which, digs.
πρωταθλητής,εγγεγραμμένος,χωροφύλακας,- ιππότης,στρατολογώ,Εφεδρος,Βετεράνος,μαχητής,ομοσπονδιακός,στρατιώτης
Πολίτης
digged => σκαμμένο, diggable => σκάψιμος, digesture => πέψη, digestor => χωνευτήρας, digestive tube => Πεπτικό σύστημα,