Greek Meaning of reservist
Εφεδρος
Other Greek words related to Εφεδρος
- ομοσπονδιακός
- στρατιώτης
- ηπειρωτικός
- στρατιώτης
- ομοσπονδιακός
- γι
- φρουρός
- Αντάρτες
- Πολιτοφύλακας
- Εθνοφύλακας
- στρατολογώ
- Βετεράνος
- μαχητής
- αντιπαρτιζάνικες επιχειρήσεις
- εγγεγραμμένος
- Ανταρτοπόλεμος
- ακανόνιστος
- Λογχοφόρος
- ισοβίτης
- παραστρατιωτικός
- αντάρτης
- Πολεμικό άλογο
- Τοξότης
- πρωταθλητής
- Αντεπανάσταση
- εκσκαφέας
- Γκάλοουγλας
- χωροφύλακας
- - ιππότης
- μη μάχιμος
- μεροληπτικός
- δόρυφορος
- ακοντιστής
Nearest Words of reservist
- reserving => Κράτηση
- reserves => αποθεματικά
- reserver => Κάνω κράτηση
- reservee => εφέδρου
- reservedly => συγκρατημένα
- reserved => κρατημένος
- reserve officers training corps => Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών Εφεδρείας
- reserve fund => Ταμείο αποθεματικών
- reserve clause => Ρήτρα επιφύλαξης
- reserve city => πόλη εφεδρείας
Definitions and Meaning of reservist in English
reservist (n)
a member of a military reserve
reservist (n.)
A member of a reserve force of soldiers or militia.
FAQs About the word reservist
Εφεδρος
a member of a military reserveA member of a reserve force of soldiers or militia.
ομοσπονδιακός,στρατιώτης,ηπειρωτικός,στρατιώτης,ομοσπονδιακός,γι,φρουρός,Αντάρτες,Πολιτοφύλακας,Εθνοφύλακας
Πολίτης
reserving => Κράτηση, reserves => αποθεματικά, reserver => Κάνω κράτηση, reservee => εφέδρου, reservedly => συγκρατημένα,