Greek Meaning of reservedly

συγκρατημένα

Other Greek words related to συγκρατημένα

Definitions and Meaning of reservedly in English

Wordnet

reservedly (r)

with reserve; in a reserved manner

FAQs About the word reservedly

συγκρατημένα

with reserve; in a reserved manner

συγκρατημένος,σιωπηλός,απόμακρος,κλειστόμυalos,ανασταλμένος,Εσωστρεφής,λακωνικός,συγκρατημένος,σιωπηλός,άκοινωνήτος

κουβεντιάζω,κοινωτικός,συνομιλίας,φλύαρος,φλύαρος,ειλικρινά,κουβεντολόγος,φλύαρος,Ανέκφραστος,φωνητικός

reserved => κρατημένος, reserve officers training corps => Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών Εφεδρείας, reserve fund => Ταμείο αποθεματικών, reserve clause => Ρήτρα επιφύλαξης, reserve city => πόλη εφεδρείας,