FAQs About the word reserver

Κάνω κράτηση

One who reserves.

No synonyms found.

No antonyms found.

reservee => εφέδρου, reservedly => συγκρατημένα, reserved => κρατημένος, reserve officers training corps => Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών Εφεδρείας, reserve fund => Ταμείο αποθεματικών,