Greek Meaning of motored
Κινητήρας
Other Greek words related to Κινητήρας
- ενθουσιασμένος
- κυνηγημένος
- όρμησε
- οδήγησε
- πέταξε
- σπεύδω
- πήδησε
- τρέχω
- τρέχω
- τρέχω
- βιαστικός
- ταξίδεψε
- ταξίδεψε
- τρέχει
- οδήγησε μακριά
- έσπευσε
- επιτάχυνε
- επιταχυνόμενος
- συμπιεσμένο
- κάννη
- βαρέλι
- ζώνη
- ανατιναγμένη
- φλεγόμενος
- φυσώ
- μπουλονάρω
- μπόουλινγκ
- συσκευασμένος
- Ζωηρός
- κренάρει
- καριέρας
- παύλα
- καλπάζει
- επιτάχυνε
- κατευθύνθηκε
- Κυφωτικός
- εκσφενδόνισε
- Εκτοξεύτηκε
- έσπευσε
- αεριώθηση
- έτρεχε
- Τσιμπημένο
- βομβαρδισμένος
- χτύπησε
- σκισμένος
- Εκτοξεύτηκε
- θρόισμα
- βυθισμένο
- σκίζω
- στροβιλίστηκε
- χτυπημένο
- αεράκι
- Μάθημα
- ραγισμένος
- κλιμακωτός
- ζουμαρισμένο
- επιταχυνόμενος
- πεταχτά φρύδια
- έπιασε
- φτερούγισε
- ξεπέρασε
- ξεπέρασε
- προσπερνώ
- επιταχύνεται
- έτρεξε μακριά
- χτυπημένος
- καυγάς
- ριγέ
- τσίριξε
- βέλος
- Φύγε
- βλήμα
- κινηθεί
- τριχωτός
- εκτόξευση
- βιάζομαι (για να κάνω κάτι)
- έφτιαξε πίστες
- υπερνίκησε
- κούνησε ένα πόδι
- έτρεξε
- συνωστισμός
- πάτησε πάνω του
- Βγήκε
Nearest Words of motored
- motor-driven => μηχανοκίνητος
- motorcyclist => μοτοσικλετιστής
- motorcycling => μοτοσικλετισμός
- motorcycle policeman => αστυνομικός με μηχανή
- motorcycle cop => μοτοσικλετιστής αστυνομικός
- motorcycle => μοτοσυκλέτα
- motorcoach => Λεωφορείο
- motorcar => αυτοκίνητο
- motorcade => αυτοκινητοπομπή
- motorbus => λεωφορείο
Definitions and Meaning of motored in English
motored (a)
equipped with a motor or motors
FAQs About the word motored
Κινητήρας
equipped with a motor or motors
ενθουσιασμένος,κυνηγημένος,όρμησε,οδήγησε,πέταξε,σπεύδω,πήδησε,τρέχω,τρέχω,τρέχω
σύρθηκε,καθυστερημένος,έμεινε,αργοπορούσε,τρύπησε,έρποντας,έρπει,περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω),περπατούσε,Βημάτιζε
motor-driven => μηχανοκίνητος, motorcyclist => μοτοσικλετιστής, motorcycling => μοτοσικλετισμός, motorcycle policeman => αστυνομικός με μηχανή, motorcycle cop => μοτοσικλετιστής αστυνομικός,