Greek Meaning of motored

Κινητήρας

Other Greek words related to Κινητήρας

Definitions and Meaning of motored in English

Wordnet

motored (a)

equipped with a motor or motors

FAQs About the word motored

Κινητήρας

equipped with a motor or motors

ενθουσιασμένος,κυνηγημένος,όρμησε,οδήγησε,πέταξε,σπεύδω,πήδησε,τρέχω,τρέχω,τρέχω

σύρθηκε,καθυστερημένος,έμεινε,αργοπορούσε,τρύπησε,έρποντας,έρπει,περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω),περπατούσε,Βημάτιζε

motor-driven => μηχανοκίνητος, motorcyclist => μοτοσικλετιστής, motorcycling => μοτοσικλετισμός, motorcycle policeman => αστυνομικός με μηχανή, motorcycle cop => μοτοσικλετιστής αστυνομικός,