FAQs About the word motorized wheelchair

ηλεκτρικό αναπηρικό καροτσάκι

a wheelchair propelled by a motor

No synonyms found.

No antonyms found.

motorized => μηχανοκίνητος, motorize => Μηχανοκίνητος, motorization => μηχανοκίνηση, motorist => οδηγός, motorised => μηχανοκίνητος,